ύστερα, επίρρ. [<αρχ. επίρρ. ὕστερον, πλ. ουδ. του αρχ. επίθ. ὕστερος], ύστερα. 1. έπειτα, κατόπι, αργότερα: «ύστερα τι θα κάνουμε αν μας καταλάβουν; || πρώτα θα κάνουμε αυτό και ύστερα το άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: κι ύστερα κι ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα). 2. εκτός από αυτό, επιπλέον, επίσης: «ύστερα υπάρχει κι άλλη υπόθεση που πρέπει να κουβεντιάσουμε || ύστερα πρέπει να σκεφτείς και τη δική σου περίπτωση». 3. σύνδ. συμπερ., κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις ή σε διαλογική συζήτηση: «απ’ τη στιγμή που είναι ο πιο ευσυνείδητος υπάλληλος, ύστερα πώς μπορείς να μην είσαι ευχαριστημένος απ’ αυτόν;». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- κι ύστερα; έκφραση αδιαφορίας σε αυτά που μας λέει κάποιος με την έννοια τι σημασία έχει; τι μ’ αυτό(;): «το βράδυ θα ’ρθει μαζί μας κι ο τάδε. -Κι ύστερα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- κι ύστερα (εσύ) μου λες για(τι) δε σου γράφω! βλ. λ. γράφω·
- κι ύστερα; κι ύστερα; δηλώνει το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον του ακροατή να ακούσει τη συνέχεια από αυτόν που αφηγείται κάτι: «ξαφνικά, γύρισε ο άντρας της απ’ το ταξίδι του και την έπιασε με τον γκόμενό της πάνω στο κρεβάτι. -Κι ύστερα; κι ύστερα;»·
- κι ύστερα λένε…ή κι ύστερα σου λένε…,  έκφραση με την οποία εισάγεται συμπερασματική πρόταση, η οποία δηλώνει πως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως υποστήριζε κάποιος αρχικά: «αυτός κάθε βράδυ γυρίζει στα μπουζούκια, κι ύστερα λένε πως είναι φτωχός || κάθε τόσο ξεπετάγονται καινούριοι εκδοτικοί οίκοι, κι ύστερα σου λένε πως οι Έλληνες δε διαβάζουν»·
- κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς, βλ. λ. φονιάς·
- κι ύστερα λες γιατί φωνάζω! ή κι ύστερα λες φωνάζω! βλ. λ. φωνάζω·
- κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή! βλ. λ. ζωή·
- κι ύστερα τι έγινε; βλ. φρ. κι ύστερα; κι ύστερα(;)·
- πιο ύστερα, αργότερα: «πάτε εσείς, κι εγώ θα ’ρθω πιο ύστερα»·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, βλ. λ. ψυχή·
- του φιδιού το δάγκαμα ύστερα πονεί, βλ. λ. φίδι·
- τώρα θα… (ακολουθεί ρήμα), ύστερα θα… (ακολουθεί το ίδιο ρήμα), βλ. λ.τώρα·
- ύστερα από δεύτερη σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- ύστερα από ώριμη σκέψη, βλ. λ. σκέψη.